- καβουρδιστήρι
- τοβλ. καβουρντιστήρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβουρδιστήρι — καβουρδιστήρι, το και καβουρντιστήρι, το οικιακό σκεύος, μέσα στο οποίο καβουρδίζεται ο καφές κ.ά.: Φέρε μου το καβουρδιστήρι να καβουρδίσω τον καφέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καβουρντιστήρι — και καβουρδιστήρι, το 1. σκεύος με το οποίο καβουρντίζεται ο καφές, το κριθάρι κ.λπ. 2. συσκευή ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί καλά ή είναι παλαιού τύπου («αυτό το ρολόι είναι καβουρντιστήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω ο τ. καβουρδιστήρι… … Dictionary of Greek
καβουρντιστήρι — το βλ. καβουρδιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)